ἔμμεστος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον,
A filled full of a thing, τινός S.Ichn.282, Pl.Ep. 338d.
German (Pape)
[Seite 808] angefüllt, voll, τινός, von Etwas, Plat. Epist. VII, 338 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεστος: -ον, ἔμπλεως, πεπληρωμένος τινός, ἐντελῶς γεμᾶτος, κατάμεστος, τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 338D.