ἀστραφής
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
ές,
A = ἄστρεπτος 1.2, S.Fr.418; fixed, immovable, IG2.1054f20. II = ἄστρεπτος II, πύλαι Epic. ap. Aristid.Or.49(25).4.
German (Pape)
[Seite 377] ές, = folgdm, Soph. frg. 367 bei Hesych., = σκληρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰφής: ές = τῷ ἑπομ., ἐν σημασίᾳ Ι. 3, Σοφ. Ἀποσπ. 367: ― ὡσαύτως ἐν σημασίᾳ ΙΙ, πύλαι Ἀριστείδ. 1. 310· παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀστρεφής, ές (ἀστραφής, ές, Schmidt).