ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: δυσπρόσοιστος | Medium diacritics: δυσπρόσοιστος | Low diacritics: δυσπρόσοιστος | Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: dysprósoistos | Transliteration B: dysprosoistos | Transliteration C: dysprosoistos | Beta Code: duspro/soistos |
ον,
A hard to approach, στόμα S.OC1277.
[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.
δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.