περικωνέω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.
German (Pape)
[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).