ἁψίμαχος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον,
A = φιλοκίνδυνος, Alex.Aphr.de An. 185.26. Adv. -χως provocatively, D.H.6.59.
German (Pape)
[Seite 421] (μάχη), plänkelnd, zur Schlacht reizend, Plut.; dah. ἁψιμάχως ἐμοῦ ἐμνήσθη Dion. Hal. 6, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψίμᾰχος: -ον, (ἅπτομαι, μάχη) ὁ ἁπτόμενος μάχης, «ἀνδρεῖος καὶ ἁψίμαχος καὶ θυμικὸς» Α. Β. 8. 24. - Ἐπίρρ. -χως, ὡς ἐν ἁψιμαχίᾳ, Ἁλ. 6. 59.