ἁψίμαχος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁψίμᾰχος Medium diacritics: ἁψίμαχος Low diacritics: αψίμαχος Capitals: ΑΨΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: hapsímachos Transliteration B: hapsimachos Transliteration C: apsimachos Beta Code: a(yi/maxos

English (LSJ)

ἁψίμαχον, = φιλοκίνδυνος, Alex.Aphr.de An. 185.26. Adv. ἁψιμάχως = provocatively, D.H.6.59.

Spanish (DGE)

(ἁψίμᾰχος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 temerario, que lucha cuerpo a cuerpo ἁ. ἄνθρωπος Theopomp.Com. en Phot.α 3483, ἁ. καὶ φιλοκίνδυνος Alex.Aphr.de An.185.26.
2 adv. -ως temerariamente κἀμοῦ ἁ. ἐμνήσθη D.H.6.59.

German (Pape)

[Seite 421] (μάχη), plänkelnd, zur Schlacht reizend, Plut.; dah. ἁψιμάχως ἐμοῦ ἐμνήσθη Dion. Hal. 6, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἁψίμᾰχος: -ον, (ἅπτομαι, μάχη) ὁ ἁπτόμενος μάχης, «ἀνδρεῖος καὶ ἁψίμαχος καὶ θυμικὸς» Α. Β. 8. 24. - Ἐπίρρ. -χως, ὡς ἐν ἁψιμαχίᾳ, Ἁλ. 6. 59.

Greek Monotonic

ἁψίμᾰχος: -ον (ἅπτομαι, μάχη), τουφεκίδα μάχης, λιανοντούφεκο, ακροβολιστής.

Middle Liddell

[ἅπτομαι, μάχη
skirmishing.