παρακελευστικός
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ή, όν,
A calling out to, cheering on, π. λόγος ἐπὶ τὴν ἀρετήν Pl.Euthd.283b; π. ἐπίφθεγμα, in battle, Poll.4.86; π. [ἐπίρρημα] A.D. Adv.123.12. Adv. -κῶς Sch.Od.8.11.
German (Pape)
[Seite 482] ή, όν, zurufend, ermunternd, λόγος ἐπ' ἀρετήν, Plat. Euthyd. 283 b. – Adv., Schol. Od. 8, 11.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Πλατ. Εὐθύδ. 283Β· π. ἐπίφθεγμα, ἐν μάχῃ, Πολυδ. Δ΄, 86. - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχολ. εἰς Ὀδ. Θ. 11.