συρικτής

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρικτής Medium diacritics: συρικτής Low diacritics: συρικτής Capitals: ΣΥΡΙΚΤΗΣ
Transliteration A: syriktḗs Transliteration B: syriktēs Transliteration C: syriktis Beta Code: surikth/s

English (LSJ)

   A v. συριστής.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, dor. statt συριστής; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α συρίζω (Ι)]
1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής
2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην».