ἑκατογκέφαλος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ον, = foreg., E.HF883 (anap.).
German (Pape)
[Seite 752] hundertköpfig; ὄφεις Eur. Herc. Fur. 882; ὕδρα 1188; ἔχιδνα Ar. Ran. 473.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτογκέφᾰλος) -ον
de cien cabezas Γοργὼν ἑκατογκεφάλοις ὄφεων ἰαχήμασι E.HF 883, ὕδρα E.HF 1188, ἔχιδνα Ar.Ra.473.