εἰσφαίνω
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
A inform, f.l. in Philomnest. Hist.I.
German (Pape)
[Seite 746] anzeigen, Ath. III, 75 a, zur Erklärung des Wortes συκοφάντης.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, πληροφορῶ, φανερώνω, τοὺς ταῦτα... εἰσφαίνοντας ἐκάλουν... συκοφάντας Φιλόμνηστος παρ’ Ἀθην. 75Α.