μητρικός
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
ή, όν,
A of a mother, τιμή Arist.EN1165a27; κτῆσις Poll.3.11; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ Inscr.Délos399B142 (ii B.C.); τὰ μ. PStrassb.122.4 (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μ. BGU302.20 (ii A.D.); μ. τόπος a region of the zodiac, Vett.Val.101.8. Adv. -κῶς D.H. Rh.9.4.
German (Pape)
[Seite 179] mütterlich; κτῆσις, Poll. 3, 11; τιμή, Arist. eth. 9, 2. – Adv., μητρικῶς παραμυθεῖσθαι, D. Hal. rhet. 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μητρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. maternus, τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 8· κτῆσις Πολυδ. Γ΄, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 9. 4.