κατακοιμιστής
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who puts to bed, chamberlain, D.S.11.69, Ph.2.571, Plu.2.173e, Jul. ad Ath.272d, prob. in Ephor.191.131J.
German (Pape)
[Seite 1354] ὁ, der in Schlaf Bringende, der Kammerdiener, D. Sic. 11, 69, wie bei Plut. reg, apophth. p. 85 am Hofe der asiatischen Könige.
Greek (Liddell-Scott)
κατακοιμιστής: -οῦ, ὁ, ὅστις βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, θαλαμηπόλος, τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. κοιτωνίτης.