παράκοπος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκοπος Medium diacritics: παράκοπος Low diacritics: παράκοπος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: parákopos Transliteration B: parakopos Transliteration C: parakopos Beta Code: para/kopos

English (LSJ)

ον, metaph.,

   A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.) ; π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2 ; π.διὰ μέθην Sor. 1.39 : c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33 ; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77.    II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.

German (Pape)

[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.

Greek (Liddell-Scott)

παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.