ἱστόπους

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

German (Pape)

[Seite 1271] ποδος, ὁ, bes. im plur., die langen Bäume des Webstuhles, zwischen denen das Gewebe ausgespannt ist (s. κελέοντες); ἔργα ἱστοπόδων, Gewebe, Antp. Sid. 87 (VII, 424); Poll. 7, 36.

Greek Monolingual

ἱστόπους, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες
τα δύο μακριά ξύλα του αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πους (< πούς), πρβλ. ναυσί-πους, πτερό-πους].