σήψ

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήψ Medium diacritics: σήψ Low diacritics: σηψ Capitals: ΣΗΨ
Transliteration A: sḗps Transliteration B: sēps Transliteration C: sips Beta Code: sh/y

English (LSJ)

gen. σηπός, ἡ, (σήπω)

   A putrefying sore, Hp.Epid.3.7, Dsc.1.58, al.    II σήψ, ὁ, Arist., Thphr. (v. infr.), Lucan.9.723:—a serpent, the bite of which causes intense thirst, Arist.Mir.846b11, Thphr.HP9.11.1 (cj.), etc.; δίψιος Nic.Th.147; mortification followed, Ael.NA16.40.    2 a kind of lizard, Nic.Th.817; also called σαύρα Χαλκιδική, Dsc.2.65.

German (Pape)

[Seite 876] σηπός, ὁ u. ἡ, 1) ein fauliges Geschwür, Hippocr. – 2) eine giftige Schlange, deren Biß das verletzte Glied in Fäulniß setzt, Arist. mirab. 164; Nic. Ther. 147; auch eine Eidechse, 817.

Greek (Liddell-Scott)

σήψ: γεν. σηπός, ἡ, (σήπω) ἕλκος διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― ὄφις, τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· δίψιος Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ σῆψις, Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) εἶδος φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη σαύρα χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.