ἐκκαλύπτω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
A uncover, τὸ παιδίον Hdt.1.112; disclose, reveal, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Even.5 ; πάντ' ἐκκάλυψον A.Pr.195, cf. S.Aj.1003; πάντ' ἐ. ὁ χρόνος Id.Fr.918 ; λέγ' ἐκκαλύψας κρᾶτα E.Supp.III; ἐ. μυστικοὺς λόγους Phld.Ir.p.46W.: folld. by relat., ἐκκάλυπτε..ἡμῖν οὕστινας λέγεις λόγους E.IA872 :—Med., uncover one's head, unveil oneself, Od.10.179 (tm.): pf. fut. ἐκκεκαλύψομαι Ar.Av.1503 ; opp. ἐγκαλύπτομαι, Pl.Phd.118a. 2 unmask, τινά Aeschin.3.55.
German (Pape)
[Seite 762] enthüllen, entblößen; Soph. Ai. 982; κρᾶτα Eur. Suppl. 123; Plat. Phaed. 118 b u. sonst; übertr., πάντ' ἐκκάλυψον καὶ γέγων' ἡμῖν λόγον Aesch. Prom. 193; πάντ' ἐκκαλύπτων ὁ χρόνος εἰς τὸ φῶς ἄγει Soph. frg. 657; – Med., sich enthüllen; Od. 10, 179; Ar. Av. 1503.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τὸ παιδίον Ἡρόδ. 1. 112˙ ἀποκαλύπτω, φανερώνω, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Εὔην. 4. Bgk.˙ πάντ’ ἐκκάλυψον Αἰσχύλ. Πρ. 193, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1003˙ πάντ’ ἐκκ. ὁ χρόνος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 657˙ λέγ’ ἐκκαλύψας κρᾶτα Εὐρ. Ἱκ. 111. ― Μέσ., ἀποσκεπάζω ἐμαυτόν, ἀποσκεπάζομαι, ἐγείρομαι, ἐκ δὲ καλυψάμενοι… θηήσαντ’ ἔλαφον, «ἀποσκεπασθέντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 179, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1503· Ϗ ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐγκαλύπτομαι, Πλάτ. Φαίδων 118Α.