Κνίδιος

From LSJ
Revision as of 12:41, 28 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κνῐ́διος Medium diacritics: Κνίδιος Low diacritics: Κνίδιος Capitals: ΚΝΙΔΙΟΣ
Transliteration A: Knídios Transliteration B: Knidios Transliteration C: Knidios Beta Code: *kni/dios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, (Κνίδος)
A of Cnidos or from Cnidos: οἱ Κνίδιοι = the Cnidians, Hdt.1.174, al.
II κόκκος Κνίδιος, ὁ, berry of the shrub κνέωρον (Daphne gnidium), used as a purgative, Eub.128, Thphr. HP 9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.
III Κνίδιον, τό, a measure of wine, POxy.150 (vi A.D.), etc.
IV v. κνήδιον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cnide ; οἱ Κνίδιοι HDT les habitants de Cnide ; ἡ Κνιδίη χώρη HDT le territoire de Cnide.
Étymologie: Κνίδος.

Russian (Dvoretsky)

I (ῐ) книдский (χώρη Her.).
IIжитель Книда Her.

Wikipedia EN

Daphne gnidium (commonly known as the flax-leaved daphne) is a poisonous evergreen shrub from the Mediterranean region with narrow, dense dark-green foliage and white fragrant flowers.

Greek (Liddell-Scott)

Κνίδιος: ῐ, α, ον, (Κνίδος) ἐκ Κνίδου· οἱ Κνίδιοι, οἱ κάτοικοι τῆς Κνίδου, Ἡρόδ. 1. 174, καὶ ἀλλ. ΙΙ. κόκκος Κν., ὁ, κόκκος τις τοῦ θάμνου θυμελαία, ἐν χρήσει ὡς καθάρσιον, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15b, πρβλ. Foës. Oecon. Ἱππ.· καλεῖται καὶ κνῐδόκοκκος, ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. 10. σ. 569.

Greek Monotonic

Κνίδιος: [ῐ], -α, -ον (Κνίδος), αυτός που αφορά ή κατάγεται από την Κνίδο· οἱ Κνίδιοι, οι κάτοικοι της Κνίδου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Κνῐ́διος, η, ον Κνίδος
of or from Cnidos; οἱ Κνίδιοι the Cnidians, Hdt.