Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρώζω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)
Sophocles, Antigone, 781

German (Pape)

[Seite 1383] = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mittheilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρώζω: μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ καθόλου, ἐγγίζω, ψαύω, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … χρῶμα χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - ἐντεῦθεν, 2) χρωματίζω, ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, μιαίνω, αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497.