κρανίον

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾱνίον Medium diacritics: κρανίον Low diacritics: κρανίον Capitals: ΚΡΑΝΙΟΝ
Transliteration A: kraníon Transliteration B: kranion Transliteration C: kranion Beta Code: krani/on

English (LSJ)

τό, (κάρα)

   A upper part of the head, skull (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Arist.HA491a31, cf. Gal.2.739); of horses, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il.8.84; of men, Pi.I.4(3).54, E.Cyc.683, Cratin.71, Pl.Euthd.299e, etc.: generally, head, Amphis 16.    II headache, Hippiatr.103 (v.l. κατακράνιον).

German (Pape)

[Seite 1500] τό, der Form nach dim. von κρᾶνον, der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς μέρος; bei Hom. auch von Pferden, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ κρανίον παί. σας κατέαγα, die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱνίον: τό, (κάρα), τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς κεφαλῆς, «κρανί», (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1), ἐπὶ ἵππων, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Ἰλ. Θ. 84· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Ι. 4. 92 (3. 72), Εὐρ. Κύκλ. 679, Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 299E, κτλ.· ― καθόλου, ἡ κεφαλή, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» 1.