εἰδωλολατρία
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ἡ, idolatry, Ep.Gal.5.20, 1 Ep.Cor.10.14.
Spanish (DGE)
εἰδωλολατρεία, εἰδωλολατρείας, ἡ
• Alolema(s): εἰδωλολατρία Ep.Gal.5.20, 1Ep.Cor.10.14, Cod.Iust.1.11.10.4
idolatría, culto a los ídolos φεύγετε ἀπὸ τῆς εἰδωλολατρίας 1Ep.Cor.l.c., cf. Ep.Gal.l.c., 1Ep.Petr.4.3, Ep.Col.3.5, Phys.B 280.11, μὴ γίνου οἰωνοσκόπος· ἐπειδὴ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν Didache 3.4, cf. 5.1, δηλητήριον ... εἰδωλολατρείας Origenes Fr.38 in Ier., cf. Chrys.Iob 31.12, τὰ πάλαι κρυπτόμενα τῆς εἰδωλολατρείας κακά Anon.V.Thecl.7.13, εἰ δέ τις ... θυσίας ἢ καὶ εἰδωλολατρίας ἁμαρτάνων ἁλῷ si es sorprendido alguno cometiendo el pecado de hacer sacrificios y rendir culto a los ídolos, Cod.Iust.l.c.
•fig. ἐξ εἰδωλολατρείας ... ἣν καλεῖ Βαβυλῶνα Origenes Fr.32 in Ier.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
culte des idoles, idolâtrie.
Étymologie: εἰδωλολάτρης.
Russian (Dvoretsky)
εἰδωλολατρεία: ἡ идолопоклонство NT.
Greek Monolingual
η (AM εἰδωλολατρία)
η λατρεία τών ειδώλων, πολυθεϊκή λατρεία
νεοελλ. υπερβολική αφοσίωση σ' ένα πρόσωπο.
Chinese
原文音譯:e„dwlolatre⋯a 誒多羅-拉特累阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:覺察 全部-神聖 事奉
字義溯源:偶像崇拜,拜偶像;由(εἴδωλον)=偶像)與(λατρεία)=事奉神)組成;其中 (εἴδωλον)出自(εἶδος)=觀察), (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見);而 (λατρεία)出自(λατρεύω)=事奉,服伺), (λατρεύω)出自(λατρεύω)Y*=賤僕)。在新約,常將拜偶像與貪婪連在一起( 西3:5; 林前10:14)
出現次數:總共(4);林前(1);加(1);西(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 拜偶像(4) 林前10:14; 加5:20; 西3:5; 彼前4:3