περικολούω
From LSJ
English (LSJ)
A cut short, clip all round, περὶ πτορθεῖα κολούσας Nic.Al. 267. II metaph., humble, Plu.2.139b.
German (Pape)
[Seite 580] rings herum stutzen, beschneiden, Nic. Al. 267; auch übertr., γυναῖκας, demüthigen, Plut. conj. praec. p. 413.
Greek (Liddell-Scott)
περικολούω: περικόπτω, Νικ. Ἀλεξιφ. 267. ΙΙ. μεταφορ., ταπεινώνω παντοίοις τρόποις, Πλούτ. 2. 139Β.