ῥόχανον

From LSJ
Revision as of 16:08, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: " to "Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh:...)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόχᾰνον Medium diacritics: ῥόχανον Low diacritics: ρόχανον Capitals: ΡΟΧΑΝΟΝ
Transliteration A: rhóchanon Transliteration B: rhochanon Transliteration C: rochanon Beta Code: r(o/xanon

English (LSJ)

τό, strickle, Hsch.

German (Pape)

[Seite 849] τό, das Streichholz beim Messen; wahrscheinlich eigtl. ῥόγανον, von ῥόγος (?); ἐπιῤῥόγανον hat Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόχᾰνον: τό, ξύλον, δι’ οὗ ἰσάζουσι τὸ μέτρον τοῦ γεννήματος, κοινῶς «ῥῆγλα», «ῥόχανον· σκυταλίδα, ἀπορ(ρ)ακτήριον, ᾗ ἀπορ(ρ)ηγλιῶσι τὸ μέτρον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ξύλο με το οποίο ίσιωναν την επιφάνεια της ποσότητας δημητριακών κατά τη μέτρηση.

Translations

strickle

Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: cyforbren