ἀνεξαπάτητος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον,
A infallible, not to be deceived, Arist. Top.132a32; πρός τι in a thing, Id.Pol.1338a42, cf. Hierocl. in CA23p.470M., al. Adv. -τως Ph.1.483, Poll.8.11.
German (Pape)
[Seite 223] untrüglich, Arist. top. 5, 4; πρός τι Pol. 8. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξᾰπάτητος: -ον, ὁ μὴ ἐξαπατώμενος εἴς τι, ἀνεξαπάτητοι πρὸς τὴν τῶν σκευῶν ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 12· ὑπό τινος, ἀνεξαπάτητον εἶναι ὑπὸ λόγου, μὴ ἀπατᾶσθαι ὑπὸ λόγου, ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4, 2. - Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. 8.11.