βασκάνιον
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A charm, amulet, Ar.Fr.592, Str.16.4.17, cf. Phryn.68. II in pl., malign influences, Ἀΐδεω β. Epigr.Gr.381 (Aezani).
German (Pape)
[Seite 438] τό, Mittelgegen Beherung, Amulet, Ar. bei Poll. 7, 108; Strab.; vgl. προβασκάνιον; B. A. p. 30.
Greek (Liddell-Scott)
βασκάνιον: τό, φυλακτήριον ἐναντίον μαγείας, μαγικόν τι μέσον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 510.
ΙΙ. κατὰ πληθ., γοητεῖαι, μαγεῖαι, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 381· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 86.