νέρθε
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
νέρθεν,
A v. ἔνερθε.
German (Pape)
[Seite 246] u. vor einem Vocale od. um Position zu machen, νέρθεν, = ἔνερθε, unten; ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ, Il. 11, 282; αἵματι δ' ἄξων νέρθεν ἅπας πεπάλακτο, 535, öfter; auch als Präpos. c. gen., unten, γαίης νέρθε καθεῖσε, Il. 14, 204 Od. 11, 302; auch νέρθεν ὑπ' ἐγκεφάλοιο, Il. 16, 347; νέρθεν γᾶς, Pind. frg. 226; Aesch. vrbdt ὑπὸ γῆν νέρθεν τ' Ἀΐδου, Prom. 152; τοὺς γᾶς νέρθεν, Ch. 40; Soph. eben so nur in Beziehung auf die Unterwelt, O. C. 1705 Trach. 1192; Eur. I. A. 1251 u. öfter; auch αἳ Κιθαιρῶνος λέπας νέρθεν κατῳκήκασιν, Bacch. 751.
Greek (Liddell-Scott)
νέρθε: καὶ πρὸ φωνήεντος ἢ χάριν τοῦ μέτρου νέρθεν, ἴδε ἐν λέξ. ἔνερθε.