προσκόσμημα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ατος, τό,
A additional ornament, Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A.D.), IG4.203.9 (Corinth, ii A.D.), CIG 3080.5 (Teos); π. τῆς Ἀρτέμιδος prob. in BMus.Inscr.481*.530 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 770] τό, hinzugefügter Schmuck, Schol. Plat. Rep. IV, 167.
Greek (Liddell-Scott)
προσκόσμημα: τό, πρόσθετον κόσμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104, 3080.