πολύφημος

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφημος Medium diacritics: πολύφημος Low diacritics: πολύφημος Capitals: ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Transliteration A: polýphēmos Transliteration B: polyphēmos Transliteration C: polyfimos Beta Code: polu/fhmos

English (LSJ)

Dor. πολύ-φᾱμος, ον,

   A abounding in songs and legends, ἀοιδός Od.22.376.    2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64.    II manyvoiced, wordy, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79.    III much spoken of, famous, ὁδός Parm. 1.2; ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός Ph.1.371.

German (Pape)

[Seite 676] viel redend; ἀοιδός, der Sänger, der viel Sagen kennt, liederreich, Od. 22, 376; auch viel schreiend, vom Frosch, Batrach.; – ἀγορή, Od. 2, 150, wo viel geredet wird, der von vielen Stimmen ertönende, laute Markt, vgl. Or. bei Her. 5, 79; ὁδός, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 2); ἑορτά, Alcm. bei Ath. XI, 499 a. – Auch wovon viel geredet, gesprochen wird, viel berufen, berühmt od. berüchtigt. – Vgl. das dor. πολύφαμος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, «ὁ πολλὰς φήμας εἰδώς, ἢ ὁ πολλοὺς φημίζων ἢ ὁ ὑπὸ πολλῶν τοῦτο πάσχων κτλ.» (Εὐστ.), πολύφημος ἀοιδὸς Ὀδ. Χ. 376· ὡσαύτως, θρῆνος Πινδ. Ι. 8 (7), 128· πρβλ. πολύφατος. ΙΙ. ὁ ἐκ πολλῶν φωνῶν ἀποτελούμενος, θορυβώδης, πολυλόγος, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Ὀδ. Β. 150· ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι, δηλ. εἰς τὴν ἀγοράν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 79. ΙΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περίφημος, ὁδὸς Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111· ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.