ἀνακοινόω

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοινόω Medium diacritics: ἀνακοινόω Low diacritics: ανακοινόω Capitals: ΑΝΑΚΟΙΝΟΩ
Transliteration A: anakoinóō Transliteration B: anakoinoō Transliteration C: anakoinoo Beta Code: a)nakoino/w

English (LSJ)

   A communicate, impart, τινί τι, v.l.in Pl.Cra.383a.    2 ἀ. τινί communicate with, take counsel with, Ar.Lys.1177; ἀ. τοῖς μάντεσι Pl.Lg.913b; ἀ. τισὶν ὑπέρ τινος Arist.Mir.843b20.    II Med., with plpf. Pass. ἀνεκεκοίνωντο X.An.5.6.36:—properly, communicate what is one's own to another, so of a river, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ Hdt.4.48; ἀ. τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν πηγήν Paus.5.7.3, cf. 8.28.3.    2 much like Act., impart, τῷ θεῷ περί τινος X.An. 3.1.5, cf. 5.6.36, etc.; ἀνακοινοῦσθαί τινι consult one, Pl.Prt.314b; τοῖς συμμάχοις X.HG6.3.8; πρὸς τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2: abs., βουλομένους ἀνακοινοῦσθαί τε καὶ ἐς λόγον ἐλθεῖν Ar.Nu.470, cf. Pl.Prt.349a.

German (Pape)

[Seite 192] etwas mit einem zum Gemeingut machen, es ihm mittheilen, Ar. Lys. 1177; bes. um ihn um Rath zu fragen, τοῖς μάντεσι Plat. Legg. XI, 913 b; τοῖς θεοῖς Xen. An. 5, 9, 22; Hell. 7, 2, 20; τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας An. 3, 1, 5; vgl. Isocr. 1, 25. – Häufiger im med., einem etwas mittheilen, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ ὕδωρ Her. 4, 48; gew. um mit einem zu berathen, τινί, Plat. Lys. 206 b; Prot. 314 b; τινί τι, Lach. 179 e; Xen. Cyr. 5, 4, 15; An. 5, 6, 36; Dem. 34, 12 u. sonst; τινὶ περί τινος, Plat. Lach. 178 e. – Theogn. 73 hat den eigenthümlichen imper. ἀνακοινέο.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακοινόω: ἀνακοινῶ ὡς καὶ νῦν, τινί τι, Λατ. communicare aliquid cum aliquo, Πλάτ. Κρατ. ἐν ἀρχ. (διάφορος γραφή, ἀνακοινωσώμεθα). 2) ἀν. τινί, συμβουλεύομαί τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1177· ἀν. τοῖς μάντεσι Πλάτ. Νόμ. 913Β· ἀν. τοῖς θεοῖς περί τινος Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· ἀν. τισι ὑπέρ τινος Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 133. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. παρκμ. ἀνακεκοίνωμαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36: ― κυρίως συνενοῦμαι, εἶμαι ἐν συγκοινωνία· οὕτως ἐπὶ ποταμοῦ, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ Ἡρόδ. 4. 48· οὕτως, ἀν. τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν πηγὴν Παυσ. 5. 7, 3, πρβλ. 8. 28, 3. 2) κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ. μεταδίδω, τινί τι Θέογν. 73 (κατ’ ἀνώμαλ. προστακτ. ἀνακοίνεο)· Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36, κτλ. ἀνακοινοῦσθαί τινι, συμβουλεύεσθαί τινα, Πλάτ. Πρωτ. 314Β. Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 8· πρὸς τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦται Θεόφρ. (;)· ἀπολ., βουλομένους ἀνακοινοῦσθαί τε καὶ ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 470, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 349Α. ― Ἴδε Πιερσ. Μοῖρ. σ. 20 καὶ πρβλ. συμβουλεύω.