νεόποκος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον,
A newly shorn, μαλλός S.OC475.
German (Pape)
[Seite 243] neu, eben erst abgeschoren, οἰὸς νεοπόκῳ μαλλῷ, Soph. O. C. 476, nach Canters Em. für νεοτόκῳ.
Greek (Liddell-Scott)
νεόποκος: -ον, ὁ νεωστὶ κουρευθείς, μαλλὸς Σοφ. Ο. Κ. 475.