ἐκκλέπτω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
aor. 2 Pass. -εκλάπην X.HG5.4.12 :—
A steal and carry off, of persons, [Ἑρμῆς] ἐξέκλεψεν Ἄρηα he stole away Ares from his chains, Il.5.390, cf. Hdt.2.115 (s.v.l.), A.Ag.662,Eu.153, X.Ap. 23, Plu.Pyrrh.2 ; τοὺς ὁμήρους ἐ. ἐκ Λήμνου Th.1.115, cf. D.S.12.27 ; τοὺς ἀδικοῦντας οἱ κατήγοροι ἐκκλέπτουσιν Lys.20.7 ; ἐκ δόμων πόδα E. Or.1499 : c. gen., τήνδε..ἐκκλέψαι χθονός Id.Hel.741 ; ἐ. φόνου Id.El.286 ; ἐ. μὴ θανεῖν ib.540 ; ἐ. τι τοῦ λόγου to steal it from the story, Pl.R.449c :—Pass., ὑπὸ τῆς ἀμήτορος παρθένου ἐκκλαπεῖσα Jul.Mis. 352b. II ἐ. τινὰ λόγοις to deceive him, S.Ph.55, cf. 968 ; μὴ.. ἐκκλέψῃς λόγον disguise not the matter, speak not falsely, Id.Tr.437.
German (Pape)
[Seite 763] heimlich daraus wegstehlen, wegführen; Ἑρμῆς ἐξέκλεψεν Ἄρηα, entführte ihn listig aus den Fesseln, Il. 5, 390; vgl. Aesch. Eum. 148 u. Xen. ἐξεκλάπησαν καὶ διεσώθησαν Hell. 5, 4, 12; σὲ ἐνθένδε Plat. Crit. 44 e; ἐκκλέπτουσι τοὺς ἀδικοῦντας οἱ κατήγοροι Lys. 20, 7; vgl. Dem. 24, 80; δραπέτην ἐκ δόμων πόδα, sich aus dem Hause wegschleichen, Eur. Or. 1499; τοὺς ὁμήρους ἐκ Λήμνου Thuc. 1, 115; τινὰ τῆς πόλεως Plut. Philop. 5, wie χθονός Eur. Hel. 741; αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ θανεῖν El. 540; – τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ ψυχὴν ὅπως λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων, betrügen, täuschen, Soph. Phil. 55, vgl. 956; μὴ ἐκκλέψῃς λόγον, verhehle nicht, Trach. 437; vgl. Plat. Rep. V, 449 c εἶδος ὅλον ἐκκλέπτειν τοῦ λόγου.