συναγυρμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A bringing together, collecting, φρονήσεως Pl.Plt.272c; τροφῆς D.H.12.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 996] ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, φρονήσεως Plat. Polit. 272 c.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγυρμός: ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, συλλογή, ἄθροισις, τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.