ἀγκιστροειδής
From LSJ
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
English (LSJ)
ές,
A hook-shaped, barbed, Placit.1.3.18, etc. Adv. -δῶς Erot. s.v. ἠγκίστρενται.
German (Pape)
[Seite 14] ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων σχῆμα ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.