κάκκαβος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A v. κακκάβη (A).
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, = κακκάβη 2, VLL. erkl. es als ein ἀγγεῖον; Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Nicochar. Poll. 10, 106.
Greek (Liddell-Scott)
κάκκᾰβος: ἴδε κακκάβη (Α).