ἐκσκευάζω
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
A disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30 :—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9 ; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2 :—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.
German (Pape)
[Seite 778] Geräthe wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Geräthschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.