ἐκσκευάζω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30:—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2:—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.
Spanish (DGE)
1 privar de aperos en v. pas. ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30.
2 en v. med. llevarse χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9
•saquear οἴκους I.BI 4.404.
German (Pape)
[Seite 778] Geräte wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Gerätschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.
French (Bailly abrégé)
enlever le mobilier ou les instruments ; Pass. être pillé;
Moy. ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, etc.).
Étymologie: ἐκ, σκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσκευάζω: лишать орудий: ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Dem. сельскохозяйственный инвентарь был отобран.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.
Greek Monolingual
ἐκσκευάζω (Α)
1. απογυμνώνω από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη», Δημ.)
2. διαρπάζω, λεηλατώ
3. μεσ. μεταφέρω, διακομίζω.
Greek Monotonic
ἐκσκευάζω: μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. σω
to disfurnish of tools and implements, Dem.