πρόστυπος
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ον,
A executed in low relief, opp. ἔκτυπος (in high relief), Callix.2, Plin. HN35.152. 2 Subst., πρόστυποι, οἱ, of the Cherubim, J.AJ3.6.5. II lying flat, φύλλα Dsc.4.10.
German (Pape)
[Seite 784] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im Ggstz von ἔκτυπος, haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστῠπος: -ον, ἐξειργασμένος ἐν ἀναγλύφῳ οὐχὶ πολὺ ἐξέρχοντι (Ἰταλ. Basso relievo), ἀντίθετ. τῷ ἔκτυπος (ἐν ἀναγλύφῳ λίαν ἐξέχοντι, Ἰταλ. altro r.), Ἀθήν. 199Ε. 2) ὡς οὐσιαστ., πρόστυποι, οἱ, ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5· μικρὸν κατωτέρω χρῆται τῷ προστυπεῖς, πρβλ. Γαλην. 14. 710· πρβλ. πρότυπα, τά. ΙΙ. ὁ κείμενος πλατύς, φύλλα Διοσκ. 4. 10.