ἀποινάω
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
A demand the fine due from the murderer (cf. ἄποινα 11), Lexap.D.23.28, cf. 33:—Med., hold to ransom, E.Rh.177, cf. 66 (lyr., dub.).
German (Pape)
[Seite 304] (ποινή), gegen ein Blutgeld einem Mörder seine Schuld erlassen, ein Lösegeld von Einem fordern, Dem. 23, 28 im Gesetz, wo er nachher χρήματα πράττεσθαι erklärt. – Med., sich ein Lösegeld geben lassen, Eur. Rhes. 177 τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις, Schol. λύτρα λαβὼν ἀπολῦσαι. Dah. Vergeltung üben, τινός, wofür, ὅπως πολυφόνου χειρὸς ἀποινάσαιο Eur. Rhes. 466. Vgl. ἀποινόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποινάω: (ποινὴ) ἀπαιτῶ τὸ παρὰ τοῦ φονέως ὀφειλόμενον πρόστιμον (ἴδε ἄποινα ΙΙ.), Νόμος παρὰ Δημ. 629, 22, πρβλ. 630 ἐν τέλ. - Μέσ. λαμβάνω λύτρα ὅπως ἀπολύσω τινά, τίν’ οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ’ ἀποινᾶσθαι θέλεις; «τίνα τῶν Ἀχαιῶν λύτρα λαβὼν βούλει ἀπολῦσαι;» (Σχόλ.) Εὐρ. Ρῆσ. 177, πρβλ. 466.