φαρμακός

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμακός Medium diacritics: φαρμακός Low diacritics: φαρμακός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: pharmakós Transliteration B: pharmakos Transliteration C: farmakos Beta Code: farmako/s

English (LSJ)

[v. ad fin.], ὁ,

   A one sacrificed or executed as an atonement or purification for others, scapegoat, Hippon.5, al., Ar.Ra.733 (troch.), Ister 33; and, since criminals were reserved for this fate, a general name of reproach, Ar.Eq.1405, Lys.6.53, Call. in Διηγήσεις ii 29, D. 25.80. [ᾱ Hippon. and Call., ᾰ Ar.Eq. l.c.; on the accent v. Hdn. Gr.1.150; φαρμᾶκος Did. ap. Harp.]

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, ἡ, 1) ein Giftmischer, Zauberer; superl. φαρμακίστατος, der ärgste Giftmischer, Suid. – 2) der Mensch, durch dessen Opferung od. Hinrichtung die Schuld eines Andern, des. eines ganzen Staates gesühnt od. abgebüßt wird, Ar. Ran. 733, vgl. Schol.; auch δημόσιος genannt, ein Sündenbock; weil man dazu einen ohnehin des Todes würdigen Verbrecher zu nehmen pflegte, wurde es, wie κάθαρμα, Schimpfwort, Ar. Equ. 1402, vgl. Lys. 6, 53 Dem. 25, 80. – [Penultima zuweilen lang, eigtl. ion. nach Phot.; so bei Hippon. frg. 6. 7, Mein. p. 95; Orac. Sib. 3 p. 361; Tzetz. Chil. 5, 756.]

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκός: [ἀλλ’ ἴδε φάρμακον ἐν τέλ.], ὁ, ἡ, ὡς τὸ φαρμακεύς, δηλητηριαστής, γόης, μάγος, Ἱππῶναξ 4. 28, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ὡς ἐπίθ., φ. χύτρα, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῇ ἔκδ. Schmidt: «φαρμακή· ἡ χύτρα ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις»· ― ἀνώμαλον ὑπερθ. φαρμακίστατος, -άτη, «φαρμακεστάτη γυναικῶν» Σουΐδ. ἐν λ. Μήδεια, Ἰωσήπ. Ἀρχ. 17. 4. 1. ΙΙ. ὁ θυόμενος, ὡς ἱλασμόςἁγνισμός ἄλλων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 733, πρβλ. Ἴστρου Ἀποσπ. 33· καὶ ἐπειδὴ πρὸς τοῦτο ἐχρησιμοποιοῦντο κακοῦργοι καὶ φαῦλοι ἄνθρωποι, ἡ λέξις φαρμακὸς κατέστη γενικὸν ὀνειδιστικὸν ὄνομα ὡς τὸ κάθαρμα Ι. 2 (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1405, Λυσίας 108. 5, Δημ. 794. 4· πρβλ. δημόσιος ΙΙ. ― Κατά Σουΐδ.: «φαρμακὸς ὁ ἐπὶ καθαρμῷ πόλεως ἀναιρούμενος, ὃν λέγουσι κάθαρμα».