θεωρηματικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρημᾰτικός Medium diacritics: θεωρηματικός Low diacritics: θεωρηματικός Capitals: ΘΕΩΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theōrēmatikós Transliteration B: theōrēmatikos Transliteration C: theorimatikos Beta Code: qewrhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be interpreted as seen, ὄνειροι, opp. ἀλληγορικοί, Artem.4.1.    II theoretic, ἀρετή Stoic.3.48, cf. lamb.Protr.21.λβ, D.L.3.49; dogmatic, epith. of Metrodorus, Id.2.113; contemplative, βίος Jul.ad Them.265b; opp. πρακτικός, Id.Or.6.190a.

German (Pape)

[Seite 1205] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im Ggstz von πρακτικός, 7, 90 von ἀθεώρητος. – Οἱ θεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι θ., im Ggstz der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρημᾰτικός: -ή, -όν, συμφωνῶν πρὸς ὅ,τι τις βλέπει, ὄνειροι Ἀρτεμ. 4. 1. ΙΙ. ἀγαπῶν τὰ θεωρήματα, θεωρητικός, ἀντίθετον τῷ πρακτικός, Διογ. Λ. 3. 49˙ δογματικός, ἐπίθ. Μητροδώρου τοῦ μαθητοῦ τοῦ Στίλπωνος, ὁ αὐτ. 2. 113˙ θ. ἀρεταί, ἅς τις κτᾶται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ὁ αὐτ. 7. 90.