πωρητύς
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
[ῡ], ύος, ἡ,
A misery, distress, Antim.56, Hsch.
German (Pape)
[Seite 828] ύος, ἡ, Elend, Unglück, Drangsal, Schol. Eur. Or. 392.
Greek (Liddell-Scott)
πωρητύς: [ῡ], ἡ, δυστυχία, ἐλεεινότης, Ἀντίμ. 58, «πωρητύς· ταλαιπωρία, πένθος» Ἡσύχ. Οἱ τύποι πώρη καὶ πῶρος εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτήματα, Δινδ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33.