πωρητύς

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρητῡ́ς Medium diacritics: πωρητύς Low diacritics: πωρητύς Capitals: ΠΩΡΗΤΥΣ
Transliteration A: pōrētýs Transliteration B: pōrētys Transliteration C: poritys Beta Code: pwrhtu/s

English (LSJ)

[ῡ], πωρητύος, ἡ, misery, distress, Antim.56, Hsch.

German (Pape)

[Seite 828] πωρητύος, ἡ, Elend, Unglück, Drangsal, Schol. Eur. Or. 392.

Greek (Liddell-Scott)

πωρητύς: [ῡ], ἡ, δυστυχία, ἐλεεινότης, Ἀντίμ. 58, «πωρητύς· ταλαιπωρία, πένθος» Ἡσύχ. Οἱ τύποι πώρη καὶ πῶρος εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτήματα, Δινδ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33.

Greek Monolingual

πωρητύος, ἡ, Α
δυστυχία, αθλιότηταπωρητύς
ταλαιπωρία, πένθος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωρῶ (Ι) «κηδεύω, πενθώ» + επίθημα -τύς (πρβλ. πρακτύς)].

Translations

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder