πρόθεμα
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ατος, τό,
A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.). II fire-guard or fender, Ph.Bel.77.51, dub. in 67.11.
German (Pape)
[Seite 723] τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum, Sp.; Suid. auch = Unterlage.
Greek (Liddell-Scott)
πρόθεμα: τό, = πρόγραμμα, «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· δήλωσις ἢ διαταγὴ δημοσία, διάταγμα, Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.