ἐρανισμός
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ὁ, = foreg.1, D.H.6.96.
German (Pape)
[Seite 1017] ὁ, Einsammeln von Beiträgen, κατ' ἄνδρα, Mann für Mann, allgemein, D. Hal. 6, 96 u. a. Sp.
Greek Monolingual
ο (AM ἐρανισμός)
νεοελλ.
η σύνθεση ερανίσματος
αρχ.-μσν.
το εράνισμα.