ἀρχαιοπινής

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

ές,

   A with the patina of antiquity, D.H.Dem.38.

German (Pape)

[Seite 364] ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοπῐνής: -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ χάρις ἀβίαστος Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.