σύμπους

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπους Medium diacritics: σύμπους Low diacritics: σύμπους Capitals: ΣΥΜΠΟΥΣ
Transliteration A: sýmpous Transliteration B: sympous Transliteration C: sympous Beta Code: su/mpous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.

German (Pape)

[Seite 989] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν πάλαι δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.