αἰτιολογητέον
From LSJ
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.
Full diacritics: αἰτιολογητέον | Medium diacritics: αἰτιολογητέον | Low diacritics: αιτιολογητέον | Capitals: ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: aitiologētéon | Transliteration B: aitiologēteon | Transliteration C: aitiologiteon | Beta Code: ai)tiologhte/on |
verb. Adj.
A one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.
αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.