ἀποτέλεσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A production, ὑγρασίας Epicur.Ep.2p.50U., cf. Theol.Ar.44. 2 Astrol., influence, Paul.Al.F.1.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, die Vollendung, Epicur. bei Diog. L. 10, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτέλεσις: -εως, ἡ, τελείωσις, συμπλήρωσις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10.108.