τίλαι
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
German (Pape)
[Seite 1113] αἱ, das Zerrupfte, Flocken, flockenartig in der Luft herumfliegende Kärperchen, wie Sonnenstäubchen, Plut. Symp. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
τίλαι: -αἱ, μικρὰ ψήγματα καὶ θραύματα, «ὑπὸ τοῦ ἡλίου λέγοντα (δηλ. τὸν Ἀναξαγόραν) κινεῖσθαι τὸν ἀέρα κίνησιν τρομώδη καὶ παλμοὺς ἔχουσαν, ὡς δῆλόν ἐστιν διὰ τοῦ φωτὸς ἀεὶ διᾴττουσι ψήγμασι μικροῖς καὶ θραύμασιν, ἃ δή τινες τίλας καλοῦσι» Πλούτ. 2. 722A· πρβλ. τίλος.