πρῳράτης
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, = πρῳρεύς, officer in command of the prow, opp. πρυμνήτης, X.Ath.1.2, Poll.1.95: metaph., π. στρατοῦ S.Fr.524.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pilote en second litt. « qui se tient à la proue ».
Étymologie: πρῴρα.
Russian (Dvoretsky)
πρῳράτης: ου (ᾱ) ὁ
1 помощник кормчего (находившийся на носу и командовавший гребцами) Xen.;
2 предводитель (στρατοῦ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, πρῳρεύς, ἀντίθετ. τῷ πρυμνήτης, prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.