ἐκφορέω

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφορέω Medium diacritics: ἐκφορέω Low diacritics: εκφορέω Capitals: ΕΚΦΟΡΕΩ
Transliteration A: ekphoréō Transliteration B: ekphoreō Transliteration C: ekforeo Beta Code: e)kfore/w

English (LSJ)

= ἐκφέρω,

   A carry out, as a corpse for burial, Od. 22.451, 24.417 (tm.).   

German (Pape)

[Seite 786] = ἐκφέρω; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, ἔνδοθεν εἰς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφορέω: ἐκφέρω, φέρω ἔξω, ὡς π. χ. πτῶμα πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) καθόλου, φέρω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. ἐκκομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες... νηῶν ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) ἐξορύσσω, ἐξάγω, εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18.